- ζυμόμετρο
- τοόργανο με το οποίο μετριέται η ζυμωτική δύναμη τής ζύμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + μέτρο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek